ἀπερίσπαστος — not diawn hither and thither masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
απερίσπαστος — η, ο επίρρ. α αυτός που δεν εμποδίζεται από περισπασμούς, από ασχολίες ή φροντίδες: Οι οικονομικές δυσκολίες δεν τον άφηναν να επιδοθεί στις σπουδές του απερίσπαστος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀπερισπάστως — ἀπερίσπαστος not diawn hither and thither adverbial ἀπερίσπαστος not diawn hither and thither masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπερίσπαστον — ἀπερίσπαστος not diawn hither and thither masc/fem acc sg ἀπερίσπαστος not diawn hither and thither neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπερισπάστοις — ἀπερίσπαστος not diawn hither and thither masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπερισπάστου — ἀπερίσπαστος not diawn hither and thither masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπερισπάστους — ἀπερίσπαστος not diawn hither and thither masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπερισπάστῳ — ἀπερίσπαστος not diawn hither and thither masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπερίσπαστοι — ἀπερίσπαστος not diawn hither and thither masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξέ(γ)νοιαστος — η, ο ο αμέριμνος, ο απερίσπαστος, ο ήσυχος από φροντίδες. ξένοιαστος η, ο ο αμέριμνος, ο δίχως φροντίδες, ο απερίσπαστος, ο αδιάφορος: Ξένοιαστη ζωή … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)